νηματουργός

νηματουργός
ο
1. ειδικευμένος τεχνίτης ο οποίος ασχολείται με την κατασκευή και επεξεργασία νημάτων
2. ιδιοκτήτης ή διευθυντής νηματουργείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπ. Ζαμπέλιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νηματουργός — ο 1. ειδικός τεχνίτης για την κατασκευή νημάτων. 2. ιδιοκτήτης νηματουργείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • νηματουργείο — το εργοστάσιο κατασκευής νημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηματουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • νηματουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηματουργία ή στον νηματουργό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νηματουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”