- νηματουργός
- ο1. ειδικευμένος τεχνίτης ο οποίος ασχολείται με την κατασκευή και επεξεργασία νημάτων2. ιδιοκτήτης ή διευθυντής νηματουργείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < νήμα, -ατος + -ουργός (< ἔργον). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Σπ. Ζαμπέλιο].
Dictionary of Greek. 2013.